-
1 πέδιλον
πέδῑλον, [dialect] Aeol. [full] πέδιλλον Choerob. in An.Ox.2.239: τό: ([etym.] πέδη):— mostly in pl.,A sandals,ἀμφὶ πόδεσσιν.. ἀράρισκε π., τάμνων δέρμα βόειον Od.14.23
; ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ π. ἀμβρόσια χρύσεια, τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ' ὑγρὴν ἠδ' ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν, of Hermes, Il.24.340 ; of Athena, Od. 1.96 ; πτερόεντα π. Hes.Sc. 220 ; (lyr.).II any covering for the feet, shoes or boots,π. ἐς γόνυ ἀνατείνοντα Hdt.7.67
; περὶ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας π. νεβρῶν ib.75, cf. Pi.P.4.95, Plu.Thes.3 ; ἱμάτιον καθαρὸν καὶ καινὰ π. Ar.Av. 973.III metaph., Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι π., i.e. to write in Doric rhythm (cf. πούς), Pi. O.3.5 ; also ἐν τούτῳ π. πόδ' ἔχειν to have one's foot in this shoe, i.e. to be in this condition or fortune, ib.6.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέδιλον
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский